- διατακτικός
- [дисгактикос] εκ. сомневающийся, нерешительный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το … Dictionary of Greek
διατακτικώτερον — διατακτικός capable of ordering adverbial comp διατακτικός capable of ordering masc acc comp sg διατακτικός capable of ordering neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατακτικοῦ — διατακτικός capable of ordering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατακτικήν — διατακτικός capable of ordering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατακτικῶς — διατακτικός capable of ordering adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατακτικό — το βλ. διατακτικός … Dictionary of Greek